ξέχωσμα

ξέχωσμα
τό
1) вытаскивание, извлечение; 2) выкапывание, откапывание; извлечение из земли; 3) выкапывание трупа, останков; эксгумация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξέχωσμα" в других словарях:

  • ξέχωσμα — το βλ. ξέχωμα …   Dictionary of Greek

  • ξέχωμα — και ξέχωσμα, το [ξεχώνω] 1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη 2. εκταφή νεκρού …   Dictionary of Greek

  • εκταφή — η 1. το βγάλσιμο πτώματος από τον τάφο για νεκροψία, το ξεθάψιμο. 2. το βγάλσιμο των κοκάλων από τον τάφο. 3. μτφ., το ξεχώνιασμα πράγματος κρυμμένου κάπου, το ξέχωσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέχωμα — ξέχωμα, το και ξέχωσμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχώνω, ξεθάψιμο, ανακομιδή οστών νεκρού, εκταφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»